Πρωτοπόροι στον τομέα της ποδοσφαιρικής ανάπτυξης θεωρούνται οι Ολλανδοί. Από τη δεκαετία του 1960 η χώρα χωρίστηκε σε έξι γεωγραφικές περιοχές, σε καθεμιά από τις οποίες αναλογούσαν μία ή δύο μεγάλες πόλεις.
Οι 4.000 ποδοσφαιρικές ομάδες στο σύνολό τους παρέμειναν ερασιτεχνικές, καθώς οι επαγγελματικές κατηγορίες ακόμη και σήμερα είναι μόνο δύο.
Το σύνολο των ερασιτεχνικών ομάδων συντηρείται με χρήματα των δήμων στους οποίους ανήκουν, και στόχος είναι να αναδειχθούν τα ταλέντα μέσα από προγράμματα τα οποία συνδυάζουν την παραγωγή παικτών με την ψυχαγωγία όλης της οικογένειας.
Τα αθλητικά κέντρα των δήμων συγκεντρώνουν 40-50 παιδιά από την ηλικία των 6 χρόνων και τα οποία αρχίζουν να μαθαίνουν τα βασικά σε ομάδες των 7-8 ατόμων. Στην πορεία δημιουργούνται τέσσερις ηλικιακές ομάδες (10-12, 12-14, 14-16, 16-18 ετών).
Στα αθλητικά κέντρα λειτουργούν σύγχρονα καφέ με αίθουσες ψυχαγωγίας και εκατοντάδες θέσεις ελεύθερου πάρκινγκ για τους γονείς, η ετήσια συνδρομή των οποίων στους συλλόγους ανέρχεται σε 100 ευρώ.
Σε επίπεδο ομοσπονδιών, πρωτοπόρος θεωρήθηκε η κίνηση της γαλλικής ομοσπονδίας να δημιουργήσει τη δεκαετία του 1980 ποδοσφαιρικά σχολεία σχεδόν στα πρότυπα εκείνων που λειτουργούσαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στα οποία εκπαίδευσε σχεδόν όλη τη γενιά των «μεταναστών» και η οποία στελέχωσε την Εθνική Γαλλίας, με αποτέλεσμα το 1998 να αναδειχτεί Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και το 2000 Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Το σύστημα α λα γερμανικά
Οι Γερμανοί ανακάλυψαν την ανάγκη οργανωμένης εκπαίδευσης το 1998, όταν η εθνική τους ομάδα ταπεινώθηκε στην προημιτελική φάση του Μουντιάλ από την Κροατία με 3-0. Δύο χρόνια μετά όταν η Γερμανία απέτυχε παταγωδώς στο Εuro 2000, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση με μια ισοπαλία στον όμιλο με αντιπάλους την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και την Αγγλία, έγινε φανερό ότι έπρεπε να αλλάξουν το σύστημα προετοιμασίας των νέων, την ευθύνη για την εκπαίδευση των οποίων είχαν ως τότε οι τοπικές ενώσεις.
Αμεσα δημιούργησαν 366 σημεία προεπιλογής στα οποία έκτοτε συγκεντρώνονται οι πιο ταλαντούχοι πιτσιρικάδες 11-14 ετών, σε καθένα από τα οποία εργάζονται τρεις προπονητές με μηνιαία αμοιβή 300 ευρώ, οι οποίοι προπονούν τους μικρούς μια φορά την εβδομάδα και την Κυριακή παρακολουθούν αγώνες των ομάδων τους.
Για τους καλύτερους στη συνέχεια υπάρχουν 46 κέντρα προετοιμασίας επαγγελματιών παικτών, στα οποία συνδυάζουν καθημερινή προπόνηση και σπουδές. Η γερμανική ομοσπονδία ξοδεύει ετησίως για το συγκεκριμένο πρόγραμμα 12 εκατ. ευρώ και δεν το μετανιώνει.
Αν στις ομάδες της Μπουντεσλίγκα τη σεζόν 2000-2001 υπήρχαν 36 παίκτες κάτω των 21 ετών, φέτος είναι 76!
Στην αποστολή της εθνικής ανδρών για το Εuro 2000 από τις Ελπίδες προερχόταν μόνο ο Ντράισλερ, ενώ στο Μουντιάλ 2010 όπου η Γερμανία έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο, κατακτώντας την τρίτη θέση, από την Εθνική Ελπίδων που έναν χρόνο νωρίτερα είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης προέρχονταν οι Οζίλ, Κεντίρα, Νόιερ, Μπόατενγκ και Αόγκο.
Επιπλέον μετά το 2008 τρεις γερμανικές εθνικές ομάδες αναδείχθηκαν πρωταθλήτριες Ευρώπης στις ηλικίες κάτω των 17, 19 και των 21 ετών.