“Το ποδόσφαιρο ματώνει από κάποιους μάνατζερ”

Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα θεωρείται από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων και όχι άδικα. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία και σήκωνε σε κάθε αγώνα τον Παναθηναϊκό στις πλάτες του. 

Σήμερα από τη θέση του προπονητή της ομάδας νέων (Κ-20) του «τριφυλλιού» ο Ρότσα δίνει οδηγίες στους ταλαντούχους νέους για να κατακτήσουν τη στρογγυλή θεά χωρίς να χάσουν την προσωπικότητά τους. 

Τον βρήκαμε στο Κορωπί και μας άνοιξε την καρδιά του. Μας μίλησε για την ομάδα-πεπρωμένο του, τις πληγές του ελληνικού ποδοσφαίρου που οδηγούν τα νέα παιδιά στην καταστροφή, τη ζωή του στην Ελλάδα, τα χόμπι του αλλά και τις ακαδημίες του Football Club που έκλεισαν λόγω οικονομικής κρίσης και ανταγωνισμού.

Μιλάει για τον Παναθηναϊκό με πάθος και νιώθει πάνω από όλα Έλληνας:

«Για μένα ήταν γραφτό. Η μοίρα μου ήταν η Ελλάδα και ο Παναθηναϊκός. Πιστεύω πολύ σε μια ανώτερη δύναμη που καθοδηγεί τους ανθρώπους. Δεν φανταζόμουν ποτέ τον εαυτό μου να παίζει ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Πίστευα πως μπορώ να παίξω στην Ισπανία και την Ιταλία, όμως ο Παναθηναϊκός έκανε καλύτερη πρόταση και από τη Βαγιαδολίδ και από τη Φιορεντίνα, και από την Ουάσινγκτον που με ήθελαν τότε».

«ΙΝΔΙΑΝΟΣ» ΑΠΟ ΤΟ 1975

«Εγώ, για να ξέρουν οι πιο νέοι, πρωτοήρθα το 1975 στον Παναθηναϊκό. Κάθισα έξι μήνες, από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο. Τελικά ο Παναθηναϊκός ήταν τότε σε άθλια κατάσταση, διοικητικά και οικονομικά, και δεν μπορούσαν να πληρώσουν ούτε τη μεταγραφή μου ούτε καν τα εισιτήρια για να γυρίσω πίσω. Όταν έφυγα τον Σεπτέμβριο του 1975, έλεγα πως ούτε δεμένος δεν θα γυρνούσα στον Παναθηναϊκό. Όμως τα πράγματα άλλαξαν και αυτό το σωματείο έγινε το σπίτι μου. Όταν επέστρεψα στην ομάδα ήταν να μείνω για τρία χρόνια. Τα τρία έγιναν τριάντα δύο και πλέον μπορώ να πω ότι ο Παναθηναϊκός είναι η ζωή μου» λέει ο δημοφιλής Αργεντινός, τον οποίο αποκαλούσαν «Ινδιάνο» όταν όργωνε τα γήπεδα.

Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα εξακολουθεί να ασχολείται με το ποδόσφαιρο. Είναι προπονητής της ομάδας Κ-20 και ανακαλύπτει τα νέα ταλέντα των γηπέδων. Συμβουλεύει τους νεαρούς παίκτες και τους γονείς τους να αγαπούν το ποδόσφαιρο και να αποφεύγουν τον φανατισμό. Δηλώνει ότι του αρέσουν οι παλιές εποχές του ποδοσφαίρου, όταν οι βανδαλισμοί ήταν μια άγνωστη εικόνα.

«Τώρα είμαι και πάλι στον Παναθηναϊκό, στη δεύτερη ομάδα, την Κ-20, στην οποία συμμετέχουν παιδιά που έχουν γεννηθεί το 1994. Στον Παναθηναϊκό έπαιξα ποδόσφαιρο δέκα χρόνια. Μετά έγινα προπονητής στις ακαδημίες. Ο Παναθηναϊκός ήταν και εξακολουθεί να είναι παράδεισος για το ποδόσφαιρο και τα νέα παιδιά.

Εμείς κάνουμε σεμινάρια ακόμη και στους γονείς για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στα παιδιά τους, τι πρέπει να περιμένουν από αυτά. Εδώ στην Παιανία έχουμε φτιάξει ένα μικρό ξενοδοχείο για τριάντα παιδιά, που έχουν πάθος για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και θέλουν να αναδείξουν το ταλέντο τους. Αυτό το σωματείο είναι ένα πραγματικό κολέγιο ποδοσφαίρου. Η φιλοσοφία των ακαδημιών του Παναθηναϊκού πρέπει να διατηρηθεί με μεγάλη προσοχή. Το μέλλον ανήκει στα παιδιά και όσα αγωνίζονται στον Παναθηναϊκό είναι πολύ τυχερά. Άλλωστε, τα αποτελέσματα φαίνονται, αφού μέσα σε σύντομο διάστημα τέσσερις μικροί αγωνίζονται στην πρώτη ομάδα. Ακολουθούν και άλλοι παίκτες» αναφέρει χαρακτηριστικά.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ… ΑΛΛΟΥ 

Ο Χουάν Ρότσα όλα αυτά τα χρόνια έχει φτιάξει τη ζωή του στην Ελλάδα. Έχει κάνει φίλους, έχει αποκτήσει θαυμαστές και γνωρίζει πολύ καλά τα του ποδοσφαιρικού οίκου μας. Δεν κρύβει την αγωνία του για όσα συμβαίνουν και βλέπει το τσουνάμι που έρχεται:

«Η οικονομική κρίση μάς έχει επηρεάσει όλους μας. Όμως ο πολύς κόσμος στην Ελλάδα δεν το έχει καταλάβει για τα καλά ακόμη. Όταν και οι υπόλοιποι το κατανοήσουν και όταν δουν τα χρήματά τους να λιγοστεύουν, τότε θα αντιδράσουν. Άλλωστε, ο Έλληνας είναι άνθρωπος που του αρέσει να διασκεδάζει, να βγαίνει, να περνάει καλά. Αυτό κάνει ο πολύς κόσμος στην Ελλάδα ακόμη και σήμερα, ακριβώς γιατί δεν έχει ζήσει στο πετσί του την οικονομική κρίση. Ακούει γι’ αυτήν και γυρίζει το κεφάλι αλλού. Όμως όταν όλα φτάσουν στο μηδέν, τότε ο Έλληνας θα αντιδράσει πολύ πιο έντονα.

»Εγώ που μένω στο Κορωπί έχω αντιληφθεί την αλλαγή παντού. Η Βασιλέως Κωνσταντίνου, για παράδειγμα, ήταν γεμάτη από καταστήματα. Τώρα με το ζόρι μετράει κανείς πενήντα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια χώρα που έχει περάσει από πολύ περισσότερες δυσκολίες. Στην Ελλάδα δεν έχουμε δει τίποτε από όσα έχει ζήσει η Αργεντινή. Όμως ο κόσμος άλλαξε την ιστορία της Αργεντινής, όχι οι πολιτικοί. Φοβάμαι πως όταν ο Έλληνας νιώσει στο πετσί του τα προβλήματα που έχει φέρει και που φέρνει αυτή η οικονομική συρρίκνωση, θα κάνει μια μεγάλη επανάσταση. Μέσα από αυτήν θα δείξει για άλλη μία φορά πόσο δυνατός λαός είναι. Ελπίζω βέβαια να μη φτάσουμε έως εκεί».

ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΜΑΝΑΤΖΕΡ

– Είχατε και ένα football club στην Παιανία, που δεν λειτουργεί πια. Μήπως ανοίξατε κάπου αλλού;
Άνοιξα το football club από χόμπι και από αγάπη για το ποδόσφαιρο και τους νέους. Το κράτησα δεκαπέντε χρόνια, δημιούργησα μια οικογενειακή ατμόσφαιρα για τα μικρά παιδιά και τους νέους που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο και ήθελαν να παίξουν μπάλα. Όμως τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσα να το συντηρήσω. Ο κόσμος δεν μπορούσε να πληρώνει τη συνδρομή του, με τη σειρά μου κάποια στιγμή δεν μπορούσα να πληρώνω τους προπονητές.

Αλλά το μεγαλύτερο κακό είχε γίνει από τους μάνατζερ που κυκλοφορούν παντού στον χώρο του ποδοσφαίρου, του αθλητισμού, στις εφημερίδες. Που παραμυθιάζουν τους γονείς των παιδιών, τους φουσκώνουν τα μυαλά και τα ξεσηκώνουν λέγοντάς τους «γιατί γραφτήκατε σε αυτό το μικρό club, εμείς μπορούμε να βάλουμε το παιδί σας σε μεγάλη ομάδα» και άλλα τέτοια.

Αυτοί οι κακοί μάνατζερ είναι μια πληγή για το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Υπάρχουν όμως και σοβαροί μάνατζερ που έχουν βγάλει μεγάλα ταλέντα. Πάντως όσοι γονείς κάνουν το λάθος και εμπιστεύονται αυτούς τους παραμυθάδες μάνατζερ, βλέπουν τα παιδιά τους, που μπορεί να έχουν κάποιο ταλέντο, έπειτα από τρία με τέσσερα χρόνια να έχουν χάσει τη σχέση τους με την μπάλα και να ασχολούνται με άλλα επαγγέλματα.

Αυτά τα παιδιά είναι χαμένα από χέρι, γιατί οι άνθρωποι που τους έταξαν δόξα και χρήματα, τους έβγαλαν ακόμη και από το σχολείο προκειμένου να τα δώσουν όλα στην μπάλα. Είναι κάτι σαν το «να παίξει ο Αντωνίου» της γνωστής διαφήμισης. Αυτή η διαφήμιση απεικονίζει δυστυχώς μια πραγματικότητα. Είναι πέρα για πέρα ένα αληθινό σενάριο.

«Εχω κάποια χόμπι, που σχολίασαν λίγο ειρωνικά»

– Ομως δεν έχετε μόνο ταλέντο στην μπάλα, αλλά και στο τραγούδι και στον χορό…

Η αλήθεια είναι πως έχω κάποια χόμπι, που πολλές φορές τα έχουν σχολιάσει λίγο ειρωνικά. «Κοίτα, ο Ρότσα με την κιθάρα!» έχω ακούσει να λένε για μένα. Όμως είναι κάτι που με ευχαριστεί και γι’ αυτό το κάνω. Όχι για να αποδείξω κάτι. Ασχολήθηκα και με την πυγμαχία όταν ήμουν μαθητής. Έχω μεγάλο πάθος με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα που λάτρεψα πραγματικά.

Αν ξαναγεννιόμουν, ποδοσφαιριστής θα γινόμουν. Θυμάμαι και το τραγούδι που είχαμε ηχογραφήσει με τον Νίκο Καρβέλα, το «ΠΑΟ, ΠΑΟ, ΠΑΟ, σ’ αγαπάω», το οποίο αγάπησαν πολύ οι φίλαθλοι. Πάντως, ένα θέλω να ξέρετε: αν κάποια στιγμή πρέπει να εγκαταλείψω τον Παναθηναϊκό, θα πάθω ζημιά συναισθηματική, που θα είναι πολύ μεγάλη. Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την οικογένεια Βαρδινογιάννη, την οποία γνωρίζω από το 1979, δηλαδή εδώ και τριάντα δύο χρόνια, και από την πρώτη μέρα που πάτησα στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλή σχέση με τον κ. Βαρδή, με τον μακαρίτη Θεόδωρο όσο ζούσε, και τον κ. Γιώργο τον οποίο έζησα από πιο κοντά.

Ηγέτης του «τριφυλλιού» και από τον πάγκο

Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα γεννήθηκε στο Σάντο Τομέ Κοριέντες της Αργεντινής στις 8 Μαρτίου του 1954. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής από τους Νιούελς Ολντ Μπόις το 1971, όπου έπαιξε έως το 1978 (με εξαίρεση ένα εξάμηνο, που ήρθε για πρώτη φορά στον Παναθηναϊκό). Tην ίδια χρονιά πήγε για έξι μήνες στην Κολομβία, όπου έπαιξε στην Μπαρανκίγια Τζούνιορς.

Τον Σεπτέμβριο του 1978 πήρε μεταγραφή στην Μπόκα Τζούνιορς, ομάδας της οποίας υπήρξε αρχηγός μέχρι τη μεταγραφή του τον Δεκέμβριο του 1979 στον Παναθηναϊκό, όπου και έκλεισε την καριέρα του το 1989.

Είχε είκοσι επτά συμμετοχές με την εθνική ομάδα της Αργεντινής και ήταν στους είκοσι πέντε που φόρεσαν τη φανέλα στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Η κόρη του μένει μόνιμα στην Αργεντινή και ο γιος του στην Ελλάδα. 

«Ο γιος μου έφτασε μέχρι τη δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού και μετά σταμάτησε. Βέβαια, παίζει ποδόσφαιρο από χόμπι και παίζει καλά, αλλά διάλεξε άλλον δρόμο» αναφέρει ο τεχνικός που έχει εργαστεί στους πάγκους των Πανηλειακού (1989-1990, κατακτώντας την 1η θέση), Ηλυσιακού, Καλαμάτας, Άρη, Ξάνθης, Ολυμπιακού Λευκωσίας και φυσικά του Παναθηναϊκού, από το 1993 έως και το 1996. Μάλιστα, εκείνη την τριετία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, ένα Super Cup και ο Παναθηναϊκός έκανε την πορεία που κατέληξε στους «4» του Champions League.

ΣΟΦΙΑ ΔΙΓΕΝΗ – ΚΟΛΙΟΤΑΣΗ
espressonews.gr

Σχόλια