Του Νίκου Μαρκέα, ορθοπεδικού*
Μετά τον τραυματισμό έδειχνε ολότελα αλλαγμένος. Λες κι ένα μαγικό ραβδί τον είχε μεταμορφώσει. Οι φίλοι του δεν τον αναγνώριζαν πλέον. Είχε κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του, σαν στρείδι. Τον έχασαν, με τον καιρό, από τα γνωστά στέκια, όπου έτρεχαν συνήθως. Με δυσκολία απαντούσε στο τηλέφωνο. Κάποιοι τον είδαν από μακριά κι εκείνος βιάστηκε ν’ απομακρυνθεί, κάνοντας πως δεν τους πρόσεξε. Κάποιοι άλλοι είπαν πως είχε παχύνει κιόλας. Μερικοί επέμεναν ότι είχε αρχίσει να καπνίζει. Ορισμένοι υποστήριξαν πως έπαιρνε ψυχοφάρμακα.
Είναι γνωστό ότι, μετά τον τραυματισμό, ο αθλητής υφίσταται μια αλληλουχία συγκεκριμένων ψυχολογικών μεταπτώσεων. Μοιάζει σαν ν΄ αντικρίζει κατάφατσα τον ίδιο το θάνατο! Λέγεται πως ο χαρακτήρας εκδηλώνεται εμφαντικά κάτω από συνθήκες ψυχικού στρες. Λίγοι καταφέρνουν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους. Ελάχιστοι έχουν τη δύναμη να φιλοσοφήσουν την κατάσταση και να την ξεπεράσουν νηφάλια. Η Ψυχολογία διακρίνει, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πέντε στάδια:
1. Αμέσως μετά τον τραυματισμό, ο αθλητής αντιδρά με δυσπιστία, άρνηση και απομόνωση. Αδυνατεί να πιστέψει ότι το ατύχημα αφορά τον ίδιο και όχι κάποιον άλλο. Αρνείται να δεχτεί το ενδεχόμενο προσωρινής (ή μόνιμης) αποχής από τις συνήθεις αθλητικές δραστηριότητες. Υποτιμά τη σπουδαιότητα του τραυματισμού και βαυκαλίζεται με την αισιόδοξη ιδέα πως θα ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο. Όταν το αύριο έλθει και δεν είναι το αναμενόμενο (γιατί τα ενοχλήματα επιμένουν με την ίδια σφοδρότητα), ο αθλητής απομονώνεται, κλείνεται στον εαυτό του, αποφεύγει την επικοινωνία με τους συναθλητές του, γυρίζει την πλάτη σε οτιδήποτε υπενθυμίζει τη δυσάρεστη πραγματικότητα.
2. Όταν η συναίσθηση της πραγματικότητας παραμερίσει τις ψευδαισθήσεις, ο αθλητής αντικρίζει, κατάματα πλέον, τον τραυματισμό του. Τότε, στρέφεται με οργή εναντίον οποιουδήποτε θεωρεί υπεύθυνο για το πάθημά του. Στο στόχαστρο βάζει πρώτο τον ίδιο του τον εαυτό. Ακολουθούν ο προπονητής, οι φίλοι με τις εμμονές τους που τον παρέσυραν, η σύζυγος με τις απαιτήσεις της, τα παιδιά με τις ανάγκες τους, η πεθερά με τις ιδιοτροπίες της και έπεται συνέχεια…
3. Με το χέρι κρεμασμένο από το λαιμό, ή το πόδι στο γύψο, ο αθλητής νιώθει άβολα. Η ανάγκη να παραμείνει για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα μακριά από την εργασία και τις αθλητικές του δραστηριότητες, ή να μετακινείται με πατερίτσες, τον θλίβει ανεπανόρθωτα. Ο θυμός δίνει τη θέση του σ΄ ένα «αίσθημα απώλειας» από κάτι σημαντικό. Νιώθει ότι χάνει σταδιακά την άνεση και την πρότερη ελευθερία του.
4. Η κατάθλιψη τότε κυριεύει ύπουλα το κάθε του κύτταρο και κάνει κατοχή στην ψυχή του. Αισθάνεται αμήχανα, πως βρίσκεται έξω από τα νερά του. Νομίζει ότι ανήκει στο περιθώριο. Στο κρίσιμο αυτό σημείο χρειάζεται ψυχικό σθένος για να σταθεί σωστά στο ύψος των περιστάσεων και ν’ αποφύγει τα φάρμακα. Η καταφυγή στα αντικαταθλιπτικά, άλλωστε, προσφέρει μόνο πλασματική ανακούφιση.
5. Την κατάθλιψη διαδέχεται το στάδιο της αναθάρρησης. Μια νέα άποψη των πραγμάτων εξασφαλίζει διαφορετική θεώρηση για το μέλλον, πιο αισιόδοξη. Ωστόσο, το στάδιο αυτό μπορεί ν΄ αργήσει να έλθει, γιατί εξαρτάται από την προσωπικότητα του αθλητή, την ιδιοσυγκρασία του, την ψυχολογία του και την κοσμοθεωρία, που έχει υιοθετήσει και καθοδηγεί τη σκέψη και τις πράξεις του.
Στην πραγματικότητα, κάθε αθλητής αντιδρά στο γεγονός του τραυματισμού με το δικό του, καθαρά προσωπικό, τρόπο. Ο ένας θεωρεί τον τραυματισμό ως μια φοβερή και αβάσταχτη συμφορά. Ο άλλος τον εκλαμβάνει σαν εξαιρετική ευκαιρία να επιδείξει κουράγιο και καρτερικότητα. Ένας τρίτος τον καλοδέχεται, γιατί αποκτά ανέλπιστα ένα άλλοθι για την άσχημη αγωνιστική του κατάσταση και το ενδεχόμενο απογοητευτικής εμφάνισης στους προσεχείς αγώνες.
Μολαταύτα, ο τραυματισμένος αθλητής οφείλει ν’ αναρωτηθεί: Τι ακριβώς επιθυμεί; Θέλει να συνεχίσει την άθληση, άρα λαχταρά να γίνει το συντομότερο καλά και να επιστρέψει αξιόμαχος στα στάδια; Ή αδιαφορεί εντελώς, μιας και το ατύχημα λειτουργεί ως μια επιπλέον αφορμή για να διακόψει την αθλητική του καριέρα;
Η αλήθεια είναι ότι, για τους νεαρούς κυρίως δρομείς, η αιφνίδια διακοπή μιας εκκολαπτόμενης καριέρας μπορεί να προκαλέσει σοβαρή κρίση ταυτότητας. Γιατί δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την αναγκαία συναισθηματική ωριμότητα, που θα επιτρέψει ν΄ αναθεωρήσουν τις απόψεις τους σε κάθε κακοτοπιά και να οπλιστούν με υπομονή.
Κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο αθλητής μπορεί να αντιδράσει τελείως παράλογα. Μπορεί, για παράδειγμα, να ενοχοποιήσει τον προπονητή ότι ενδιαφέρεται για την αποθεραπεία των περισσότερο φορμαρισμένων αθλητών και όχι για τον ίδιο. Μπορεί να σκεφθεί πως έφθασε η συντέλεια του κόσμου και σήμανε ανεπιστρεπτί η ληξιαρχική πράξη διακοπής της αθλητικής του σταδιοδρομίας. Είναι δυνατόν να απογοητευτεί μετά τις πρώτες δέκα μέρες, αν και τον έχουν διαβεβαιώσει πως η αποθεραπεία θα ολοκληρωθεί μετά από 2-3 μήνες.
Και, σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, περίεργες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του και καθοδηγούν τις επόμενες επιλογές του. Μπορεί, λόγου χάριν, να γνωρίζει συναθλητή του με παρόμοιο τραυματισμό που, παρά την εντατική θεραπεία, δεν κατόρθωσε ποτέ να επανέλθει στις προηγούμενες επιδόσεις του. Η υποψία για την αναποτελεσματικότητα των θεραπευτικών μέσων παραλύει οποιαδήποτε ελπίδα. Υπάρχουν, εξ άλλου, δρομείς που πιστεύουν για τον εαυτό τους πως είναι επιρρεπείς στους τραυματισμούς, κάτι που τους γεμίζει με άγχος και τους οδηγεί ανυποψίαστους σε νέο τραυματισμό. Άλλοι αποδεικνύονται εξαιρετικά δυσπρόσιτοι στη διάγνωση και τη θεραπεία.
Μια προσεκτική ματιά στη συμπεριφορά των δύσκολων αυτών χαρακτήρων θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης.
Ο εξαρτώμενος ασθενής είναι εκείνος που εξαρτάται από τους άλλους και δεν διστάζει να τους το ζητήσει σε κάθε ευκαιρία, ιδιαίτερα μετά από τραυματισμό. Η θεραπεία, που επαρκεί στους άλλους αθλητές, φαίνεται πως είναι αναποτελεσματική σ’ αυτόν. Απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα από τους γύρω του, πρωτόγνωρους τρόπους αντιμετώπισης και ειδικά θεραπευτικά μέσα, τα οποία διαρκούν περισσότερο και κοστίζουν ακριβότερα. Ο γιατρός και ο προπονητής πρέπει να επιδείξουν απέραντη υπομονή, να τον εμψυχώσουν, να του εμφυσήσουν εμπιστοσύνη για την ακολουθητέα θεραπευτική αγωγή και να του διδάξουν τα «όρια», στα οποία οφείλει να κινείται.
Ο ανθιστάμενος ασθενής αντιπροσωπεύει την ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Αντιστέκεται στην εφαρμοζόμενη αγωγή, αμφισβητεί το γιατρό και το θεραπευτή, δεν σέβεται τις συμβουλές του προπονητή. Μη διανοηθεί κανείς να τον αντιμετωπίσει ως ψυχοπαθή, γιατί θα κάνει θανάσιμο λάθος. Αξίζει περισσότερο τη συμπάθεια και το σεβασμό, παρά την οργή ή τον οίκτο μας. Είναι απλούστερο να του εξηγήσουμε το αυτονόητο: ότι δηλαδή βρίσκεται στη δική του δικαιοδοσία να αποφασίσει αν θέλει να ζήσει εφεξής με τον τραυματισμό και να υποφέρει για κάποιο χρόνο, σε μια μακρά περίοδο επούλωσης, ή να δώσει ένα τέλος σε αυτή την ιστορία, αρκεί φυσικά να συνεργαστεί με το υγειονομικό team.
Ο παλιμπαιδίζων ασθενής είναι αυτός που, παρά την αρρενωπή μορφή και την ηλικία του, συνηθίζει να συμπεριφέρεται σαν παιδί. Στις καθημερινές ανάγκες, που πολλαπλασιάζονται εξ αιτίας του τραυματισμού, αναζητά τη συμπαράσταση ενός ενηλίκου. Άλλοτε αποσύρεται στον εαυτό του, κάποτε χάνει την ψυχική του διάθεση κι ενίοτε την αυτοπεποίθησή του. Ο άνθρωπος αυτός χρειάζεται ουσιαστική βοήθεια να πιστέψει στον εαυτό του και στις ψυχικές του δυνάμεις και να δει, στις αληθινές της διαστάσεις, την πραγματικότητα.
Ο εξαγριωμένος ασθενής είναι εκείνος που, όχι μόνο αντιστέκεται σε κάθε θεραπευτική προσπάθεια, αλλά θυμώνει κιόλας και επιτίθεται κατά της υγειονομικής ομάδας. Όλα του φταίνε. Εκείνο που χρειάζεται είναι απλά η οικοδόμηση αρμονικής συνεργασίας, σε πνεύμα αλληλοκατανόησης και εμπιστοσύνης.
Ο απαισιόδοξος ασθενής είναι η χειρότερη περίπτωση. Γιατί, δεν αρκεί να τον εμψυχώσεις με λόγια και νουθεσίες. Χρειάζεται να του περιγράψεις αναρίθμητα παραδείγματα άλλων αθλητών με παρόμοιο πρόβλημα, οι οποίοι κατόρθωσαν, μετά επιτυχή αποθεραπεία, να ξαναγυρίσουν αξιόμαχοι στους αγώνες.
* ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΚΕΑΣ – ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Νίκος Μαρκέας γεννήθηκε στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1952 και φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Απέκτησε την ειδικότητα του Χειρουργού Ορθοπεδικού, μετεκπαιδευθείς παράλληλα στη Μικροχειρουργική και στην Παιδοορθοπεδική, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Μεγάλη Βρετανία.
Από το 1989 φέρει τον τίτλο του διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών με το βαθμό «άριστα». Το επιστημονικό του έργο είναι πλούσιο, με πολλές διαλέξεις, με ανακοινώσεις σε Ορθοπεδικά Συνέδρια και με δεκάδες δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, ελληνικά και ξένα.
Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Ορθοπεδικής και Τραυματολογίας (ΕΕΧΟΤ) και της Επανορθωτικής Χειρουργικής καθώς και πάρεδρο μέλος της Εταιρείας Αγγειολογίας-Αγγειοχειρουργικής. Τακτικό μέλος του Τμήματος Ορθοπεδικής Παίδων της ΕΕΧΟΤ από το 1987, ορίστηκε πρόεδρος για το έτος 2008.
Εργάζεται στη Β’ Ορθοπεδική κλινική του Νοσοκομείου Παίδων «Παν. και Αγλαΐα Κυριακού» από το 1987 με το βαθμό του αναπληρωτή διευθυντή, ενώ για σύντομα χρονικά διαστήματα εργάστηκε στα νοσοκομεία ΚΑΤ Κηφισιάς, Γενικό Κρατικό Νικαίας και Αττικό Νοσοκομείο Δυτικής Αθήνας.