Δεδομένου ότι ο τελικός της 28ης Μαΐου στο Μιλάνο είναι ανάμεσα στη Ρεάλ και την Ατλέτικο, η Ισπανία έχει στο ενεργητικό της πέντε κατακτήσεις Τσάμπιονς Λιγκ την τελευταία οκταετία, ενώ μετά την προχτεσινή νίκη της Σεβίλλης επί της Λίβερπουλ (3-1), μετρά οκτώ Γιουρόπα Λιγκ (πέντε η Σεβίλλη, δύο η Ατλέτικο, ένα η Βαλένθια) τα 13 τελευταία χρόνια.
Με τέτοιες επιδόσεις στον 21ο αιώνα, στη διάρκεια του οποίου η εθνική ομάδα κατέκτησε τα πρώτα της EURO (2008, 2012) και το πρώτο της Παγκόσμιο Κύπελλο (2010), είναι λογικό το ισπανικό ποδόσφαιρο και προηγείται και στους συνολικούς πίνακες των ευρωπαϊκών Κυπέλλων.
Μπορεί να καμαρώνει για τα 16 Κύπελλα Πρωταθλητριών (συμπεριλαμβανομένου εκείνου της 28ης Μαΐου), μπροστά από τα 12 των ιταλικών και αγγλικών συλλόγων καθώς και για τα 10 Κύπελλα ΟΥΕΦΑ/Γιουρόπα Λιγκ, αφήνοντας πίσω τους Ιταλούς με τα εννιά.
«Οι ισπανικοί σύλλογοι διαθέτουν τα καλύτερα τμήματα υποδομών και σκάουτινγκ που αναδεικνύουν όχι μόνο μεγάλο αριθμό ταλαντούχων ποδοσφαιριστών αλλά και πολλούς ταλαντούχους προπονητές. Είναι πολύ ανώτερα των αντίστοιχων των αγγλικών, γερμανικών και ιταλικών συλλόγων», είχε επισημάνει πριν από τον προχτεσινό τελικό ο τεχνικός της Λίβερπουλ, Γιούργκεν Κλοπ. Οταν, χθες, κλήθηκε να σχολιάσει την άποψη του Γερμανού συναδέλφου του, ο Ουνάι Εμερι (φώτο αριστερά πάνω), που οδήγησε τη Σεβίλλη στο τρίτο διαδοχικό Γιουρόπα Λιγκ, αντέτεινε: «Οι άλλοι πρέπει να αναλύσουν αυτό το θέμα και όχι εμείς. Το επίπεδο του ισπανικού ποδοσφαίρου είναι πολύ υψηλό, αλλά επιπλέον οι ομάδες μας αγωνίζονται με πάθος και δίψα στις διοργανώσεις που συμμετέχουν. Γι’ αυτό κερδίζουν ομάδες που συχνά είναι μεγαλύτερα μεγέθη των δικών τους».
Από τα 10 Κύπελλα ΟΥΕΦΑ/Γιουρόπα Λιγκ της Ισπανίας, τα μισά τα έχει κατακτήσει η Σεβίλλη, ένας σύλλογος που μέχρι το 2006 είχε κατακτήσει μόλις ένα Πρωτάθλημα και τρία Κύπελλα Ισπανίας, όλα μεταξύ 1935 και 1948. Από το 2006 κατέκτησε δύο Κύπελλα και ένα Σούπερ Κύπελλο Ισπανίας, 5 Γιουρόπα Λιγκ (2006, 2007, 2014, 2015, 2016) και ένα Σούπερ Κύπελλο Ευρώπης.
Ο Τεχνικός Διευθυντής της Σεβίλλης, Μόντσι |
Αυτή η μεταμόρφωση σε σημαντικό ποσοστό οφείλεται σε έναν άνθρωπο, τον 47χρονο τεχνικό διευθυντή της, Ραμόν Ροδρίγκεθ Βερδέχο, γνωστότερο ως Μόντσι. Υπήρξε τερματοφύλακάς της από το 1990 έως το 1999, αλλά βασικός ήταν μόνο τη σεζόν 1996-97 όταν η Σεβίλλη υποβιβάστηκε στη Β’ κατηγορία! Το 2000, έχοντας εγκαταλείψει την ενεργό δράση, ανέλαβε τεχνικός διευθυντής, υπεύθυνος για τις Ακαδημίες, το διεθνές τμήμα σκάουτινγκ και τις μεταγραφές για να εξελιχθεί στο πολυτιμότερο στέλεχος στην ιστορία της Σεβίλλης, θέτοντας τα θεμέλια για τους τίτλους που επακολούθησαν, αλλά (κυρίως) φέρνοντας στον σύλλογο κέρδη 200.000.000€ από πωλήσεις ποδοσφαιριστών.
Ιδού μερικές από τις πιο πετυχημένες μπίζνες της θητείας του Μόντσι. Από τις Ακαδημίες αναδείχτηκαν και πουλήθηκαν ο Σέρχιο Ράμος στη Ρεάλ (αντί 27 εκατ. €), ο Αντόνιο Ρέγες στην Αρσεναλ (15 εκατ.), ο Χεσούς Νάβας στη Μάντσεστερ Σίτι (20 εκατ.) και ο Αλμπέρτο Μορένο στη Λίβερπουλ (18 εκατ.).
Οσον αφορά τις μεταπωλήσεις, ο Ντάνι Αλβες αγοράστηκε το 2004 από την Μπαΐα αντί 850.000€ και πουλήθηκε στο 2008 στην Μπαρτσελόνα αντί 35,5 εκατ. €. Για τον Ζούλιο Μπαπτίστα δόθηκαν 2 εκατ. στη Σάο Πάουλο και εισπράχθηκαν 26 εκατ. από τη Ρεάλ. Για τον Ιβάν Ράκιτιτς δόθηκαν 2,5 εκατ. στη Σάλκε και εισπράχθηκαν 18 εκατ. από την Μπαρτσελόνα, για τον Κάρλος Μπάκα 7 εκατ. στην Μπριζ, αλλά πουλήθηκε για 29,5 στη Μίλαν, ενώ για τον Αλέις Βιδάλ δόθηκαν 3 εκατ. στην Αλμερία και εισπράχθηκαν 17 εκατ. από την Μπαρτσελόνα.
Του Αλ. Δημητριάδη από το Εθνοσπόρ