Πριν λίγο καιρό έτυχε να βρεθώ σε ένα σημείο της γειτονιάς στην οποία μεγάλωσα, ένα μέρος από το οποίο είχα να περάσω πάρα πολλά χρόνια. Στο σημείο εκείνο βρίσκεται μια μικρή αλάνα που περιτριγυρίζεται από πολυκατοικίες, την οποία πλέον οι κάτοικοι της περιοχής έχουν μετατρέψει σε ένα τεράστιο πάρκινγκ.
Κανονικά η εικόνα μιας αλάνας γεμάτης παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεν θα μου έκανε ποτέ εντύπωση αλλά η συγκεκριμένη δεν ήταν μια οποιαδήποτε υπαίθρια έκταση. Κάποτε είχε όνομα. Την αποκαλούσαμε «Μαρακανά». (Ένα όνομα που φυσικά δεν θα κέρδιζε ποτέ κανένα βραβείο πρωτοτυπίας αλλά έτσι κι αλλιώς όταν είσαι 10 χρονών η αντισυμβατικότητα κάποιου τερματίζει στο «εγώ θα φοράω το 6», σε μια εποχή που όλοι ήθελαν να φοράνε το 10.)
Σε αντίθεση με το κανονικό, από το δικό μας «Μαρακανά» δεν περνούσε κανένας. Και δεν μιλάμε για τίποτα τυχαίους αντιπάλους. Στο πρωτάθλημα της περιοχής είχαμε να αντιμετωπίσουμε ομάδες όπως οι «Κανονιέρηδες» και οι «Μπέμπηδες», που από τα ονόματα καταλαβαίνεις πως δεν ήταν τίποτα κοντοί, φλώροι με γυαλάκια και παπούτσια με αυτοκόλλητα (μεταξύ μας, οι περισσότεροι ήταν κοντοί, φλώροι με γυαλάκια και παπούτσια με αυτοκόλλητα).
Όποιος ερχόταν να παίξει στο «Μαρακανά» ήξερε εξ αρχής πως στην καλύτερη περίπτωση θα επιστρέψει στη γειτονιά του με ένα τιμητικό σκορ. Ήταν το ‘οχυρό’ μας και το ξέραμε σπιθαμή προς σπιθαμή: Που ακριβώς βρισκόταν οι λακκούβες, πόση δύναμη χρειαζόταν για να φτάσει η μπάλα από τις δυο μεγάλες πέτρες που παρίσταναν την εστία τη μια εστία στην άλλη, που ήταν οι πέτρες που προεξείχαν και απειλούσαν να σου σπάσουν το πόδι αν δεν ήσουν προσεκτικός και πόσο μεγάλη ήταν η κλίση σε κάθε σημείο του γηπέδου.
Για έναν οποιοδήποτε ενήλικα της εποχής εκείνης ήταν μια κλασική άσχημη αλάνα, γεμάτη σκόνη και πιτσιρίκια που έκαναν εκνευριστική φασαρία την ώρα που αυτός ήθελε να δει την ‘Καλημέρα Ζωή’ ή να ακούσει Κώστα Μπίγαλη. Για εμάς ήταν ένας μικρός παράδεισος, μια εντυπωσιακή έδρα-φόβητρο, το πρώτο βήμα στο δρόμο για την ανάδειξη μας κάποτε σε «καλύτερο παίκτη του κόσμου». Βλέποντας την ξανά φέτος με το μυαλό ενός ενήλικα, έτσι ξενέρωτη και γεμάτη αυτοκίνητα από άκρη σε άκρη (και παλιότερα είχε παρκαρισμένα αμάξια αλλά, ευτυχώς, πολύ λιγότερα), ένιωσα για λίγο ένα γλυκόπικρο μείγμα θλίψης και νοσταλγίας το οποίο διαδέχτηκε μια πολύ βασική εσωτερική απορία: «Πώς στο διάολο βλέπαμε ένα κανονικό ποδοσφαιρικό γήπεδο σ’αυτό το παρατημένο, γεμάτο πέτρες και χαλίκια, οικόπεδο;»
(Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για μεγέθυνση) |
Πριν λίγες μέρες χαζεύοντας στο ίντερνετ πέτυχα αυτή την εκπληκτική εικόνα ενός Βραζιλιάνου φωτογράφου που έχει αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος της ζωής του στις δυο μεγαλύτερες αγάπες του: τη φωτογραφία και το ποδόσφαιρο. Είναι τραβηγμένη στην πολιτεία Αλαγκόας, στα ανατολικά της Βραζιλίας.
Παρατηρώντας όλες τις υπέροχες λεπτομέρειες της με προσοχή (τα έντονα χρώματα, τα βλέμματα τους, την απίστευτη λασπουριά, τα ξυπόλητα πόδια, το χαμόγελο του μικρότερου, τα υποτυπώδη δίχτυα, τα στραβά δοκάρια κτλ.) καταλήγω στο ότι αν χρειαστεί ποτέ στο μέλλον να εξηγήσω σε κάποιον γιατί είναι όμορφο το ποδόσφαιρο δεν θα του δείξω κάποιο βίντεο του Μέσσι, του Ροναλντίνιο ή του Ζιντάν. Θα του δείξω απλά αυτά τα εφτά παιδιά που μέσα στη βροχή και τη λάσπη, σε μια χώρα γεμάτη προβλήματα, αδιαφορούν για όλα τα σκατά της ανθρωπότητας και παίζουν ευτυχισμένα στο δικό τους «Μαρακανά».
Πηγή sombrero.gr – duendes