Superleague με επιδόσεις κάτω του μετρίου σε κάθε ποιοτικό κριτήριο του ποδοσφαίρου: Ο Βασίλης Σαμπράκος κοιτάζει την κατάταξη του ελληνικού στις ευρωπαϊκές λίστες των πρωταθλημάτων σε πεδία κρίσης όπως η κατοχή της μπάλας, η ακρίβεια στις πάσες, τα γκολ ανά ματς, και εκτιμά ακόμη περισσότερο το επίτευγμα της Εθνικής να φτάσει μέχρι τα μπαράζ του Μουντιάλ 2018.
Το βράδυ της προηγούμενης Τρίτης άκουγα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον την ανάλυση που έκανε ο Νίκος Νταμπίζας, στην CosmoteTV, λίγα λεπτά μετά από τη λήξη του Ελλάδα – Γιβραλτάρ 4-0, στα πεπραγμένα της Εθνικής ομάδας στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018.
Ο πρώην διεθνής αμυντικός, που είναι ένα από τα καλύτερα και πιο ανοιχτά μυαλά της γενιάς του χάρη στην ευφυΐα του να επενδύσει πάνω στις διεθνείς παραστάσεις που πήρε στην ποδοσφαιρική καριέρα του και να κάνει επιπλέον βήματα για την επιμόρφωση και τις σπουδές του πάνω στο ποδόσφαιρο, εξηγούσε με πολύ αναλυτική σκέψη ότι η σημερινή μας απαίτηση, των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων, να δούμε από την Εθνική πιο δημιουργικό, πιο επιθετικό και εν τέλει πιο ψυχαγωγικό ποδόσφαιρο, δεν είναι δικαιολογημένη.
“Μη ξεχνάτε ότι τα σημερινά μέλη της Εθνικής μπορεί να παίζουν στο εξωτερικό, αλλά έμαθαν στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο. Εδώ εκπαιδεύτηκαν, εδώ μεγάλωσαν, το δικό μας ποδόσφαιρο έμαθαν να παίζουν”, ήταν, μέσες άκρες η επισήμανσή του. Μέσα σε δύο προτάσεις μας είπε μια αλήθεια που είτε δεν θέλουμε να λαμβάνουμε υπόψη είτε δεν μας βολεύει να τη βάζουμε ως βάση στη συζήτησή μας.
Σε αυτή την προκριματική φάση η Ελλάδα πέτυχε 17 γκολ σε 10 αγώνες. Από τις υπόλοιπες 2ες στα 9 γκρουπ υπήρξαν μόνο οι Βόρεια Ιρλανδία, Σλοβακία που είχαν ίδια επιθετική επίδοση, και μόνο οι Ιρλανδία (12), Κροατία (15) που πέτυχαν λιγότερα γκολ. Οι υπόλοιποι πέτυχαν περισσότερα. Μελετώντας τα δεδομένα, δηλαδή τις επιδόσεις των άλλων συμμετεχόντων στους υπόλοιπους 8 ομίλους αυτής της προκριματικής φάσης καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, από τις επιδόσεις της οποίας (ειδικά στο εντός έδρας παιχνίδι με την Εσθονία) έχουμε, πλειοψηφικά, παράπονο ως ποδοσφαιρόφιλη κοινωνία, δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Με απλά λόγια, η στάνη έβγαλε παραπάνω γάλα από το συνηθισμένο, κι ας μη μας φαίνεται.
Σαν να μας άκουγε και να θέλησε να μας υπενθυμίσει την ποδοσφαιρική πραγματικότητά μας, το Διεθνές Παρατηρητήριο του Ποδοσφαίρου (CIES Football Observatory) συμπεριέλαβε στην τελευταία μηνιαία έκδοσή του μια μελέτη της ποδοσφαιρικής συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, η οποία βασίζεται στην επεξεργασία των δεδομένων των πρωταθλημάτων στη διάρκεια της τελευταίας περίπου 2ετίας (Σεπτέμβριος ’15- Αύγουστος ’17).
Κοιτάζεις τη λίστα με τα ποσοστά ακρίβειας στις μεταβιβάσεις της μπάλας και χρειάζεται να φτάσεις στην 30η θέση για να συναντήσεις το ελληνικό πρωτάθλημα, του οποίου η μέση ακρίβεια στις πάσες (78,3%) είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο (79,7%).
Κοιτάζεις όλους αυτούς που προηγούνται και κάπως έτσι αρχίζεις να κατανοείς ότι το δικό σου πρωτάθλημα μειονεκτεί ακόμη και έναντι πρωταθλημάτων για τα οποία έχεις την εντύπωση ότι είναι υποανάπτυκτα ή το ίδιο κακοαναπτυγμένα σαν το δικό σου.
Κοιτάζεις τη λίστα με τον αριθμό των πασών που αλλάζουν ανά λεπτό κατοχής της μπάλας οι ομάδες των πρωταθλημάτων, δηλαδή έναν δείκτη που σου δίνει εντύπωση για την ταχύτητα του ποδοσφαίρου που παίζεται στον τόπο σου, και συναντάς το ελληνικό πρωτάθλημα στην 22η θέση, με επίδοση (17,5) κατώτερη, έστω κατά πολύ λίγο, από τον μέσο όρο (17,55).
Κι εδώ θα επαναλάβω το ίδιο, αν κοιτάξεις ποιοι προηγούνται στη λίστα, δηλαδή ποιοι παίζουν σε πιο γρήγορο και έντονο ρυθμό, δηλαδή πιο σύγχρονο ποδόσφαιρο, διαπιστώνεις ότι βρίσκονται ένα σωρό πρωταθλήματα που δεν έχεις σε μεγάλη εκτίμηση.
Κι ύστερα κοιτάζεις την λίστα με τον αριθμό των γκολ που επιτυγχάνονται ανά παιχνίδι, και φτάνεις στην 34η, δηλαδή την πρότελευταία θέση, για να βρεις το ελληνικό πρωτάθλημα, των 2,25 γκολ ανά ματς, με επίδοση – τι σύμπτωση – χαμηλότερη του μέσου όρου (2,6).
Στη βαθύτερη ανάλυση, δηλαδή αν κοιτάξεις πόσο συχνά επιτυγχάνεται γκολ, συναντάς το ελληνικό πρωτάθλημα στην 31η θέση (γκολ ανά 22′.48” λεπτά παιχνιδιού), με επίδοση κατά πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου (20′.32”).
Σαν να τα ήξερε όλα αυτά 4,5 χρόνια νωρίτερα, ο Φερνάντο Σάντος είχε παρουσιάσει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΠΟ, στις αρχές του 2013, το στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης των εθνικών ομάδων, το οποίο ο Πορτογάλος το αντιλαμβανόταν ως τη μόνη επιλογή που είχε η Ελλάδα για να βάλει βάσης βαθιάς και ριζικής αλλαγής του ποδοσφαίρου στο οποίο εκπαιδεύει τα παιδιά της.
Τι έλεγε τότε ο Πορτογάλος, σε μια συνεδρίαση διοικητικού συμβουλίου κατά της οποίας τη διάρκεια διάφοροι σύμβουλοι αποκοιμήθηκαν κυριολεκτικά; Η κεντρική ιδέα του περνούσε μέσα από την σύσταση της Εθνικής κάτω των 15 ετών, η οποία θα αποτελούσε και την βάση της Εθνικής ομάδας Ανδρών μετά από μια περίπου 8ετία. Η στελέχωσή της θα προέκυπτε μέσα από τα πρωταθλήματα των ομάδων κάτω των 14 ετών, δηλαδή τα Κ14 τοπικά πρωταθλήματα των Ενώσεων ανά την Ελλάδα, και εν συνεχεία από τουρνουά Περιφερειών.
Μέσα από αυτά τα φίλτρα θα επιλέγονταν 44 ποδοσφαιριστές (4 ανά θέση), προκειμένου να προκύψουν, μετά από δοκιμές, οι 25 ποδοσφαιριστές που θα στελέχωναν την Κ15 Εθνική ομάδα. Αυτά τα παιδιά θα εκπαιδεύονταν σε συγκεκριμένο σχηματισμό, το 4-3-3 και τις 4-4-2 & 4-2-3-1 μετατροπές του, και με τις αρχές παιχνιδιού, τόσο για τη φάση της άμυνας όσο και την φάση της κατοχής της μπάλας, που θα είχαν όλες οι μεγαλύτερες ηλικιακές εκδόσεις της Εθνικής. Θα εκπαιδεύονταν από προπονητές επιλεγμένους από την Ομοσπονδία, δηλαδή ουσιαστικά από τον Σάντος και τον τεχνικό διευθυντή.
Με όλο αυτό το πρόγραμμα, του οποίου την εξέλιξη παρακολουθούσε και επηρέαζε ο τεχνικός διευθυντής και οι συνεργάτες του μέσα από την τακτική φυσική επικοινωνία αλλά και την κωδικοποιημένη ψηφιακή επικοινωνία με τους “ενωσιακούς” και τους “ομοσπονδιακούς” προπονητές, ο Σάντος έκανε διπλό ποντάρισμα: στόχευε να χτίσει μια επόμενη Εθνική ομάδα με βελτιωμένη ομαδική τεχνική, και συγχρόνως να επηρεάσει την αντίληψη των ανά την Ελλάδα ακαδημιών ποδοσφαίρου. Ο συλλογισμός ήταν απλοϊκός αλλά και σοφός: δεδομένου ότι όλα τα παιδιά θα ήθελαν να φτάσουν στην Κ15 Εθνική, ποια ακαδημία θα δίδασκε διαφορετικό ποδόσφαιρο από το συμβατό με τις ιδέες των “ενωσιακών” ομάδων, που θα ήταν οι μόνες που θα έδιναν εισιτήριο σε αυτά τα παιδιά για να φτάνουν στην Κ15 Εθνική;
Δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνομαι, ούτε να κλαίμε πάνω από την καταστροφή του 2014, αλλά υπενθυμίζω ότι όλο αυτό το σχέδιο, που είχε τεθεί σε εφαρμογή το 2013, κάηκε ολοσχερώς στο τέλος του Αυγούστου 2014, παρ’ όλο που η ΕΠΟ είχε δεσμευτεί απέναντι στον Σάντος, προκειμένου να τον πείσει να το εκπονήσει και να αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας αυτού του project, ότι δεν θα το κατέστρεφε στην περίπτωση που ο Πορτογάλος αποχωρούσε.
Με όλα τα παραπάνω κατά νου, κάνε μια βόλτα ένα σαββατοκύριακο σε ένα γήπεδο όπου παίζεται αγώνας παιδικού πρωταθλήματος. Για να δεις προπονητές που αντιλαμβάνονται τη νίκη ως αυτοσκοπό, που δεν δείχνουν υπομονή στα παιδιά, που χρησιμοποιούν αμφίβολες μεθόδους εκπαίδευσης, αν εκπαιδεύουν, στην πρακτική εξάσκηση της θεωρίας που διδάσκουν (;) για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, που νοιάζονται μόνο για τα αποτελέσματα που θα έχουν να επιδείξουν και όχι για τον τρόπο επίτευξής τους, δηλαδή για τη φύση του ποδοσφαίρου που παίζουν, που διδάσκουν, που εκπαιδεύουν.
Κι ύστερα πέρνα από ένα γήπεδο όπου παίζονται τα πρωταθλήματα … υποδομής της Superleague, και προσπάθησε να βγάλεις συμπέρασμα σχετικά με τις προτεραιότητες και τις βασικές επιδιώξεις των διοικήσεων των συλλόγων, δηλαδή σχετικά με τους στόχους που βάζουν στους προπονητές των Κ15, Κ17, Κ20 ομάδων τους. Αν δεν έχεις προηγούμενη εμπειρία, θα φρίξεις. Και την ίδια στιγμή θα δώσεις πολύ δίκιο στον Νταμπίζα, για τη σοφή κουβέντα του μετά το ματς με το Γιβραλτάρ, και θα αλλάξεις οπτική γωνία κατά την παρακολούθηση των μπαράζ της Εθνικής για το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018.
Στην Ελλάδα δεν παίζουμε ποδόσφαιρο επειδή ουδέποτε θελήσαμε να μάθουμε το ποδόσφαιρο σωστά. Οι προπονητές που είχαν επιτυχίες με την Εθνική ομάδα ήταν αυτοί που είχαν γνωρίσει το dna μας, είχαν αντιληφθεί ότι ουδέποτε μπήκαμε στον κόπο να μάθουμε να δημιουργούμε, και έκαναν αυτό που τους προτείνει το εγχειρίδιο της προπονητικής, δηλαδή ξεκίνησαν από τα βασικά, να μας μετατρέψουν σε πειθαρχημένο σύνολο και να μας διδάξουν το – συγκριτικά – “εύκολο”, τον τρόπο να αμυνθούμε. Μόνο γι’ αυτό μας είχαν ικανούς, και εμείς τους δικαιώσαμε. Αντιθέτως, εκείνοι που διακήρυξαν ανοιχτό και επιθετικό ποδόσφαιρο, με τελευταίους τον Ανχελ Ιορντανέσκου και τον Κλαούντιο Ρανιέρι, ακόμη ακούν “Ελλάδα” και τρέχουν…
Μια Ομοσπονδία που θέλει να αλλάξει το ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ελλάδα είναι ο μόνος δρόμος αλλαγής των προδιαγραφών της διδακτέας ύλης του ποδοσφαίρου που παραδίδεται στα σημερινά σχολεία του ποδοσφαίρου ανά την Ελλάδα. Αν ήθελε, η ΕΠΟ θα μπορούσε αφενός να εκπονήσει και να υποστηρίξει ένα σχέδιο σαν αυτό που είχε εκπονήσει ο Σάντος, αν όχι να εφαρμόσει πιστά αυτούσιο και επικαιροποιημένο το ίδιο σχέδιο, και αφετέρου να επιχειρήσει να ελέγξει και να επηρεάσει το σύνολο των – ιδιωτικών και σωματειακών – ακαδημιών ποδοσφαίρου ανά την Ελλάδα μέσα από μια διαδικασία πιστοποίησής τους. Για να τα κάνεις όμως όλα αυτά πρέπει να έχεις όραμα. Και να σε νοιάζει.
Πηγή gazzetta.gr