Πρέπει να μπει επιτέλους ένα φρένο στην απόκτηση μέτριων ξένων παικτών, από τον Ολυμπιακό και όλες τις ελληνικές ομάδες και να υπάρξει εμπιστοσύνη σε δικά μας παιδιά; Γράφει ο Αλέξανδρος Σόμογλου.
Προσοχή, το ερώτημα του τίτλου δεν απευθύνεται μόνο προς τους διοικούντες και τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, αλλά προς τους ομόλογους τους όλων των ομάδων.
Χάζευα χθες βράδυ τον «ερυθρόλευκο» πιτσιρικά, τον Γιώργο Μανθάτη, να εντυπωσιάζει σε άλλη μια εμφάνισή του με τη φανέλα των πρωταθλητών, στο φιλικό κόντρα στη Βέστερλο και ειλικρινά έδωσα μάχη με τον εαυτό μου για να μην προστεθώ κι εγώ στους δημοσιογράφους που υπογράφουν εδώ και μέρες ύμνους για το ταλέντο του.
Το καλοκαίρι, βλέπετε, ενδείκνυται για να ανακαλύπτουμε ταλεντάρες στις ομάδες μας, μόνο που όταν πιάσει φθινόπωρο και ξεκινήσουν τα επίσημα παιχνίδια, εννιά φορές στις δέκα τις… χάνουμε στο δρόμο.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι κατά πόσο ο Μανθάτης μπορεί να εξελιχθεί σε έναν νέο Καραπιάλη, ή ένα νέο Τζόρτζεβιτς (τα διάβασα κι αυτά), αλλά κατά πόσο ο Ολυμπιακός – και κάθε ελληνική ομάδα – είναι διατεθειμένη να… σπάσει αβγά για να φτιάξει μια απολαυστική ομελέτα βασισμένη σε δικά της πρωτογενή υλικά.
Και για να συμβεί αυτό τίθεται ένα βασικό ζητούμενο: Να βρουν αυτά τα νέα παιδιά χώρο στο ρόστερ της ομάδας τους, προκειμένου να διεκδικήσουν με αξιώσεις σημαντικό ρόλο στο ροτέισον του εκάστοτε προπονητή.
Πως μπορεί να συμβεί, όμως, αυτό όταν οι ελληνικές ομάδες εξακολουθούν να αποκτούν ξένους ποδοσφαιριστές με το… τσουβάλι; Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου και το άνοιγμα των συνόρων, μάλλον δεν έχει εκτιμηθεί στη σωστή της διάσταση, τουλάχιστον στη χώρα μας.
Γιατί, εννοείται, ξένος με ξένος διαφέρει. Άλλο Τσόρι, άλλο Σεμπά. Άλλο Καμπιάσο, άλλο Χάρα. Άλλο Γκαλέτι, άλλο Μιγκέλ Τόρες. Άλλο Κοβάσεβιτς, άλλο Πελέ. Άλλο Ιμπαγάσα, άλλο Σέποβιτς. Και για να μην περιοριστούμε μόνο στον Ολυμπιακό.
Θεωρώ αδιανόητο να καταλαμβάνει θέση στο περσινό ρόστερ της ΑΕΚ ο Μακόλεϊ Κρισάντους και να τη στερεί από ένα ελληνόπουλο που θα προέρχεται από τις «κιτρινόμαυρες» ακαδημίες. Θεωρώ επίσης τραγελαφικό να έχουν παρελάσει από το ρόστερ του Παναθηναϊκού ποδοσφαιριστές τύπου Μπούι και Μαμούτε και την ίδια ώρα, χρόνο με το χρόνο, να συρρικνώνεται η παρουσία αποφοίτων των τμημάτων υποδομής της ομάδας στο ρόστερ του «τριφυλλιού».
Ας μείνουμε, όμως, στην περίπτωση Μανθάτη που ξεχωρίζει το φετινό καλοκαίρι. Για ποιο λόγο, να καταλαμβάνει μία θέση στο ρόστερ του Ολυμπιακού ένας ποδοσφαιριστής όπως ο Σεμπά, δεδομένης της παρουσίας τόσο χαρισματικών επιθετικογενών παικτών στις ακαδημίες του Ρέντη;
Δεν έχω τίποτα με τον καθόλα συμπαθή Βραζιλιάνο άσο. Το παλικάρι είναι ένας εξαιρετικός επαγγελματίας που δουλεύει σκληρά στις προπονήσεις, που ανταποκρίνεται πάντα στα «θέλω» του προπονητή του και που μεταξύ μας δίνει σε κάθε παιχνίδι το 100% των δυνατοτήτων του σε αντίθεση με άλλους ξένους του Ολυμπιακού, που από το ξεκίνημα της προετοιμασίας δείχνουν να έχουν το μυαλό τους πιο πολύ σε μια επικείμενη μεταγραφή τους στο εξωτερικό.
Ο Σεμπά, όμως, δεν παύει να είναι ένας ποδοσφαιριστής με συγκεκριμένο ταβάνι! Τεχνικά υστερεί κατά πολύ ακόμη και έναντι μικρών παιδιών που παράγει η Ακαδημία του Ολυμπιακού, είναι ένα εξτρέμ με μηδαμινή ικανότητα στο ένας εναντίον ενός, με προβληματικά τελειώματα.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, θα πρέπει ένας μετρίων δυνατοτήτων ξένος ποδοσφαιριστής να καταλαμβάνει θέση στο ρόστερ οποιασδήποτε ελληνικής ομάδας, στερώντας τη δυνατότητα σε ένα Ελληνόπουλο να διεκδικήσει το δικό του δρόμο προς την καταξίωση;
Έχω την αίσθηση, ότι ιδιαίτερα στον Ολυμπιακό – που αν μη τι άλλο τα τελευταία χρόνια δείχνει να ασχολείται σοβαρά με τις ακαδημίες του – πρέπει άμεσα να αναθεωρήσουν σε μεγάλο βαθμό τα κριτήρια επιλογής ξένων ποδοσφαιριστών που αποκτούν.
Θα πρέπει οι ξένοι που έρχονται να κάνουν τη διαφορά. Θα πρέπει να είναι σε θέση, εκτός από την αναβάθμιση του συνολικού αγωνιστικού επιπέδου της ομάδας, να συμβάλλουν και στη βελτίωση των παιδιών που προωθούνται από τα τμήματα υποδομής.
Γιατί δεδομένα δίπλα σε έναν ποδοσφαιριστή όπως ο Τσόρι, ακόμη κι όπως ο Πάρντο, ένας μικρός σαν το Μανθάτη μπορεί να μάθει πολλά σε κάθε του προπόνηση. Από τον κάθε… Ντιακιτέ, ειλικρινά, τι να μάθει;
Το καλοκαίρι είναι εύκολο να ανακαλύπτουμε νέους Καραπιάληδες, νέους Βαζέχα, νέους Μανωλάδες. Το δύσκολο είναι να τους δούμε να κερδίζουν θέση στα ρόστερ των ομάδων μας κι όταν έρχονται τα επίσημα παιχνίδια. Κι αυτό αφορά όλους μας…
Τους παράγοντες των ομάδων που θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη λογική του… παιδομαζώματος και της υπερσυγκέντρωσης παικτών σε κάθε μεταγραφική περίοδο (και στον Ολυμπιακό το συγκεκριμένο φαινόμενο βρίσκεται σε έξαρση εδώ και χρόνια, εις βάρος της δουλειάς που γίνεται στις ίδιες τις «ερυθρόλευκες» ακαδημίες)…
Τους φιλάθλους που έχουν συνηθίσει να υποδέχονται κάθε μεταγραφή ξένου με την ιαχή «πω, πω τι κάνει ο πρόεδρος» και να ανακαλύπτουν… καβούρια στις τσέπες του κάθε φορά που μια ομάδα επιλέγει να στηρίξει δικά της παιδιά.
Τους δημοσιογράφους που τα καλοκαίρια ζητάμε ελληνόπουλα στις ομάδες κι όταν στραβώσουν τα αποτελέσματα το χειμώνα, στήνουμε στον τοίχο παράγοντες και προπονητές για τις λανθασμένες καλοκαιρινές επιλογές τους…
Μόνο που με το συγκεκριμένο τρόπο σκέψης δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αναδείξουμε σε πρωταγωνιστικό ρόλο τους δικούς μας Ράσφορντ, τους δικούς μας Ντοναρούμα, τους δικούς μας Κίμιχ.
Και στο κάτω, κάτω τις γραφής αν μια ομάδα έχει, για παράδειγμα, να διαθέσει τρία εκατομμύρια για μια μεταγραφή ξένου, ας τα δώσει μαζεμένα για να φέρει έναν Μέλμπεργκ που μπορεί να κάνει τη διαφορά, από το να αποκτήσει… τρεις Σεμπά του ενός εκατομμυρίου! Κι ας επενδύσει πραγματικά, και όχι στα λόγια, σε δικά της παιδιά.
Κι αν χρειαστεί να πληρώσει την εμπιστοσύνη της σε ταλέντα των ακαδημιών της με μια αποτυχημένη αγωνιστικά χρονιά (γιατί δεδομένα υπάρχει κι αυτό το ρίσκο), το κέρδος της συγκεκριμένης ορθόδοξης πολιτικής μακροπρόθεσμα θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το δεδομένο κράξιμο που θα φάει η διοίκησή της…
Πηγή:sdna.gr